έτσι

έτσι
1. επίρρ. так, таким образом;

κάνε έτσι — сделай так;

κάνε έτσι πού... — сделай так, чтобы...;

μην κάνετε έτσι — не делайте так;

ας γίνει έτσι — так тому и быть;

έτσι δεν γίνεται δουλειά — так дело не пойдёт;

πώς έτσι; — как же так? πώς έγινε έτσι; — как это случилось?;

καί έτσι είναι — так оно и есть;

δεν είναι έτσι — это не так;

έτσι δεν είναι; — не так ли?;

έτσι έ; — значит так?;

κι' έτσι — итак;

έτσι όπως πρέπει — так как следует;

έτσι είμαι εγώ — таков я;

με το έτσι θέλω — произвольно, явочным порядком;

έτσι πού λες — вот какие дела;

τό είπα έτσι — или έτσι τό είπα — я просто так это сказал;

έτσι ακριβώς το είπα — я сказал именно так;

§ έτσι κι' έτσι — а) так себе, средне; — б) так или иначе; — во всяком случае; — всё равно;

πώς είσθε;

------κι' έτσι — как поживаете?— так себе;

έτσι κι' έτσι δεν πρόκειται να ωφεληθώ ( — так или иначе) всё равно я ничего не выгадаю;

έτσι είτε αλλιώς — так или иначе;

κι' έτσι κι' αλλ(ο)ιώς — так или иначе;

έτσι καί είναι — так и есть, это правда;

τό δίνουν έτσι — бесплатно, даром дают;

2. σύνδ.
1) как только; когда, после того как;

έτσι πείς — как только скажешь;

έτσι εχάραξε η α,ύγή — как только занялась заря;

έτσι φύγει ο παππάς — когда уйдёт отец;

2) если;

έτσι θελήσεις — если захочешь;

έτσι τό μάθει αυτός — если он узнает об этом;

§ έτσι πού — или έτσι ώστε — так чтобы .


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Полезное


Смотреть что такое "έτσι" в других словарях:

  • έτσι — (Μ ἔτσι και διαλεκτ. τ. ἔτσε, ἔτσου, ἔτις, ἴτις, ἴτσι, ἴτσου) επίρρ. 1. κατ αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, με τον ίδιο τρόπο (α. «δεν έπρεπε να φερθείς έτσι» β. «έτσι θέλω κι έτσι κάνω» γ. «έτσι τ αποφάσισε τής ερωτιάς η κρίση», Ερωτόκρ.) 2. (για …   Dictionary of Greek

  • έτσι — επίρρ. τροπ. 1. κατ αυτόν τον τρόπο, μ αυτόν τον τρόπο, μ αυτούς τους όρους: Φεύγεις κάθε τόσο από τη δουλειά, έτσι δεν μπορείς να προκόψεις. 2. ως χρον. επίρρ., μόλις: Έτσι και πεις τίποτα, χάθηκες. 3. κατά τύχη: Έτσι μου ήρθε, έτσι το είπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλείπται ή αλείπτες — Έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες όσους ασχολούνταν με το άλειμμα των αθλητών με λάδι, σκοπός του οποίου ήταν να κάνει τα σώματά τους πιο ευλύγιστα και ευκίνητα. Μετά το λάδι έριχναν πάνω τους και ψιλή σκόνη ή άμμο. Η εργασία αυτή γινόταν πριν και …   Dictionary of Greek

  • Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …   Dictionary of Greek

  • άφλαστο — Έτσι ονομαζόταν το πάνω άκρο της πρύμνης των αρχαίων καραβιών. Κατασκευασμένο από λεπτές σανίδες, καμπυλωμένες προς τα πάνω και προς το εσωτερικό του καραβιού, χρησίμευε για να προφυλάξει τον κυβερνήτη του από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Η… …   Dictionary of Greek

  • προσωπείο — Έτσι ονομάζεται το ψεύτικο πρόσωπο που κατασκευάζεται από διάφορα υλικά και σε διάφορα σχήματα, με μορφή ανθρώπου ή ζώου ή διαβολική, με χαρακτηριστικά σκόπιμα παραμορφωμένα, και χρησιμοποιείται για μαγικούς τελετουργικούς σκοπούς ή για τον… …   Dictionary of Greek

  • αλεξανδριστές — Έτσι ονομάστηκαν οι φιλόσοφοι της Αναγέννησης στη Δύση, που πίστευαν στις θεωρίες του Αλέξανδρου του Αφροδισιέα. Οι φιλόσοφοι αυτοί προσχώρησαν τελικά στον αριστοτελισμό. Βασική δοξασία τους ήταν ότι η ψυχή είναι υλική και θνητή και ότι η ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • βλάχοι — Έτσι ονομάστηκαν οι εκλατινισμένοι κάτοικοι της Βαλκανικής, προπάντων οι παλιοί Θράκες Βησσοί της Ροδόπης και του Αίμου, που κατά ένα μέρος μιλούσαν τη θρακική τους γλώσσα έως τον 7ο αι. μ.Χ., αλλά στο μεγαλύτερο μέρος τους γλωσσικά… …   Dictionary of Greek

  • γλυοξυλικό οξύ — Έτσι ονομάζεται το αιθαναλοϊκό οξύ με τύπο Ο=CH COOH. Πρόκειται για ασταθή μεταβολίτη που παίρνει μέρος σε πολλές αντιδράσεις έμβιων οργανισμών. Είναι ένα οξύ που παρουσιάζει τόσο τις ιδιότητες των οξέων όσο και της αλδεϋδομάδας που περιέχει.… …   Dictionary of Greek

  • λίθοι, πολύτιμοι — Έτσι ονομάζονται τα ορυκτά (γενικώς κρυσταλλικά, αλλά μερικές φορές και άμορφα) που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά αντικείμενα εξαιτίας της ωραιότητας, της σκληρότητας και της σπανιότητάς τους, αφού υποβληθούν πρώτα σε ειδική κατεργασία.… …   Dictionary of Greek

  • Οθωμανοί — Έτσι ονομάζεται η τουρκική φυλή, που είχε αρχηγό τον Σουλεϋμάν Σαχ και μετανάστευσε από την Ανατολική Περσία στη Μικρά Ασία. Πήρε την ονομασία της από τον γιο του Eρτογρούλ, Οσμάν (Οθμάν), που ήταν και ο ιδρυτής της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»