έτσι — (Μ ἔτσι και διαλεκτ. τ. ἔτσε, ἔτσου, ἔτις, ἴτις, ἴτσι, ἴτσου) επίρρ. 1. κατ αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, με τον ίδιο τρόπο (α. «δεν έπρεπε να φερθείς έτσι» β. «έτσι θέλω κι έτσι κάνω» γ. «έτσι τ αποφάσισε τής ερωτιάς η κρίση», Ερωτόκρ.) 2. (για … Dictionary of Greek
έτσι — επίρρ. τροπ. 1. κατ αυτόν τον τρόπο, μ αυτόν τον τρόπο, μ αυτούς τους όρους: Φεύγεις κάθε τόσο από τη δουλειά, έτσι δεν μπορείς να προκόψεις. 2. ως χρον. επίρρ., μόλις: Έτσι και πεις τίποτα, χάθηκες. 3. κατά τύχη: Έτσι μου ήρθε, έτσι το είπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλείπται ή αλείπτες — Έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες όσους ασχολούνταν με το άλειμμα των αθλητών με λάδι, σκοπός του οποίου ήταν να κάνει τα σώματά τους πιο ευλύγιστα και ευκίνητα. Μετά το λάδι έριχναν πάνω τους και ψιλή σκόνη ή άμμο. Η εργασία αυτή γινόταν πριν και … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
άφλαστο — Έτσι ονομαζόταν το πάνω άκρο της πρύμνης των αρχαίων καραβιών. Κατασκευασμένο από λεπτές σανίδες, καμπυλωμένες προς τα πάνω και προς το εσωτερικό του καραβιού, χρησίμευε για να προφυλάξει τον κυβερνήτη του από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Η… … Dictionary of Greek
προσωπείο — Έτσι ονομάζεται το ψεύτικο πρόσωπο που κατασκευάζεται από διάφορα υλικά και σε διάφορα σχήματα, με μορφή ανθρώπου ή ζώου ή διαβολική, με χαρακτηριστικά σκόπιμα παραμορφωμένα, και χρησιμοποιείται για μαγικούς τελετουργικούς σκοπούς ή για τον… … Dictionary of Greek
αλεξανδριστές — Έτσι ονομάστηκαν οι φιλόσοφοι της Αναγέννησης στη Δύση, που πίστευαν στις θεωρίες του Αλέξανδρου του Αφροδισιέα. Οι φιλόσοφοι αυτοί προσχώρησαν τελικά στον αριστοτελισμό. Βασική δοξασία τους ήταν ότι η ψυχή είναι υλική και θνητή και ότι η ύπαρξή… … Dictionary of Greek
βλάχοι — Έτσι ονομάστηκαν οι εκλατινισμένοι κάτοικοι της Βαλκανικής, προπάντων οι παλιοί Θράκες Βησσοί της Ροδόπης και του Αίμου, που κατά ένα μέρος μιλούσαν τη θρακική τους γλώσσα έως τον 7ο αι. μ.Χ., αλλά στο μεγαλύτερο μέρος τους γλωσσικά… … Dictionary of Greek
γλυοξυλικό οξύ — Έτσι ονομάζεται το αιθαναλοϊκό οξύ με τύπο Ο=CH COOH. Πρόκειται για ασταθή μεταβολίτη που παίρνει μέρος σε πολλές αντιδράσεις έμβιων οργανισμών. Είναι ένα οξύ που παρουσιάζει τόσο τις ιδιότητες των οξέων όσο και της αλδεϋδομάδας που περιέχει.… … Dictionary of Greek
λίθοι, πολύτιμοι — Έτσι ονομάζονται τα ορυκτά (γενικώς κρυσταλλικά, αλλά μερικές φορές και άμορφα) που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά αντικείμενα εξαιτίας της ωραιότητας, της σκληρότητας και της σπανιότητάς τους, αφού υποβληθούν πρώτα σε ειδική κατεργασία.… … Dictionary of Greek
Οθωμανοί — Έτσι ονομάζεται η τουρκική φυλή, που είχε αρχηγό τον Σουλεϋμάν Σαχ και μετανάστευσε από την Ανατολική Περσία στη Μικρά Ασία. Πήρε την ονομασία της από τον γιο του Eρτογρούλ, Οσμάν (Οθμάν), που ήταν και ο ιδρυτής της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.… … Dictionary of Greek